Παρχάρια Ροδόπης

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ του Φίλωνα κτενίδη
ΠΤΟΛΕΜΑΪΔΑ 2007
Σκηνοθεσία επιμέλεια:
Κώστας Διαμαντίδης
Μουσική επιμέλεια:
Θεόφιλος Πουταχίδης
Ενορχήστρωση:
Σάκης Σωτηριάδης

Απαγγελία-αφήγηση:
-Σεβασμ. Μητροπολίτης Δράμας κ.κ. Παύλος
-Λογοτέχνης-Συγγραφέας Κώστας Διαμαντίδης

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Ευκλείδης Κουρτίδης

ΗΓΕΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

5. Ευκλείδης Κουρτίδης: ο καπεταν Ευκλείδης, ο θρυλικός αντάρτης του Αν. Πόντου.

     Γεννήθηκε στην Σάντα του Πόντου το 1885. Ήταν ένας απο τους πιο φημισμένους οπλαρχηγούς της περιοχής . Εμφανίστηκε ως οπλαρχηγός κατά τη Ρωσική κατοχή του Πόντου (1916-18). Με την αποχώρηση των Ρώσων πάρθηκε η απόφαση για ένοπλη αντίσταση, σε μιά εποχή που ο αγώνας στα βουνά της Σάντας ήταν δύσκολος. Ανάδειξε μια καινούρια γενιά παλικαριών που έγιναν θρύλος.
     Οι αρχηγοί τών Τούρκων τσετέδων (καί προπάντων ο φοβερός Σουλεϊμάν Κάλφας της κοντινής Γιομουράς) το είχαν βάλει πείσμα ν' αφανίσουν τήν Σάντα, άλλα σκόνταφταν επά­νω στην ορμή τών ανταρτών της. Ο Ευκλείδης μαζί με άλλους τριάντα Σανταίους, ιδιαίτερα με Γαλιανίτες, ήρθαν σε επαφή με το σωματείο "Ένωσις" της Τραπεζούντας κι οπλίστηκαν. Περίμεναν και βοήθεια από το ελληνικό σώμα, που λεγόταν ότι ετοιμαζόταν στον Καύκασο. Από την Τραπεζούντα πήγε στη Σάντα ο απεσταλμένος του σωματείου "Ένωσις", Θεοδόσης Χειμωνίδης, μάζεψε τους προεστούς σε γενική συνέλευση και συγκρότησαν κεντρική επιτροπή άμυνας. Πρόεδρος της ορίστηκε ο Χειμωνίδης, Γενικός οπλαρχηγός του αγώνα ορίστηκε ο Γιάννης Σπαθάρος με βοηθούς τους Αβραάμ Καλαϊτζίδη, Χρήστο Σεβαστίδη και Ευκλείδη Κουρτίδη. Ο Ευκλείδης ήταν οπλαρχηγός των Ισχανταίων, με βοηθούς το Γεώργιο Γωνιάδη και τον Περικλή Κουφατσή. Οι Ισχανταίοι του Ευκλείδη έσκαψαν χαρακώματα, που τα φύλαγαν μέρα νύχτα, αλλάζοντας φρουρές. Ήταν πάνω από διακόσιοι άντρες, καλά οπλισμένοι με μάνλιχερ, μάουζερ, γεράδες και με ότι άλλο είχαν, καθώς και με χειροβομβίδες, που τις βρήκαν άδειες και τις γέμισαν με δυναμίτη, προσθέτοντας και καψούλια. 
    Αρχές του 1918, αέρας πολεμικός φυσούσε στα χωριά της Σάντας κι όλοι οι Σανταίοι βρισκόντουσαν στα όπλα. Επιταγμένα άπ' την Επιτροπή της άμυνας όλα τά ζώα, νοικιασμένα κι’ άλλα απ’ τήν Γαλίαινα, έτοιμα ολούθε τά παλληκάρια, μέ τους σκοπούς στα χαρακώματα, πού είχαν διαταγή να ρίξουν τρεις τουφεκιές για σύνθημα στην περίπτωση πού θα φαινόταν ο εχθρός.
  Η πιο δραματική στιγμή του αντάρτικου της Σαντάς, ήταν η μάχη στη σπηλιά της Μαγάρας. Όπως αναφέρει σε αφήγση του στην "Ποντιακή Εστία" (τεύχος 88), ο Κρωμναίος Ζαχαρίας Μουσικίδης, οι αντάρτες στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1921, μαζεύτηκαν στη Μάγαρα (Μεγάλη Σπηλιά) μαζί με 300 γυναικόπαιδα από τη Σάντα. Οι αντάρτες Σανταίοι ήταν εκατο. Εκεί ταμπουρώθηκαν. Οι Τούρκοι του Σουλεϊμάν Κάλφα τους επιτέθηκαν και ζήτησαν να παραδοθούν. Ο Δημήτριος Τσιρίπ, υπαρχηγός του Ευκλείδη, βγήκε και φώναξε πως δεν παραδίδονται. Μιά σφαίρα τον χτύπησε στο κεφάλι και τον σκότωσε. Ο Ζαχαρίας Μουσικίδης στην αφήγησή του, συνεχίζει:
"Ο Ευκλείδης τότε, μόλις είδε πως σκοτώθηκε ο συναρχηγός του, μεταχειρίστηκε το παρακάτω τέχνασμα: Δέκα παλικάρια είχαν πιστόλια των 10 φυσιγγίων. Τα πιστόλια αυτά ήσαν αυτόματα, και όταν πυροβολούσε κανείς με αυτά έδινε την εντύπωση πολυβόλου. Διέταξε λοιπόν ο Ευκλείδης στα παλικάρια του να ρίξουν με τα πιστόλια ο ένας κατόπιν του άλλου, για να προκαλέσει στους Τούρκους την εντύπωση που ήθελε. Μόλις βρόντησαν τα πιστόλια, οι Τούρκοι τα πήραν για πολυβόλα και τα'χασαν. Επάνω στη σαστιμάρα τους ακούστηκε και ο τρομερός βρόντος δύο χειροβομβίδων αντάρτικης κατασκευής, και όλα αυτά κλόνισαν το ηθικό των Τούρκων". Έτσι τέλειωσε η μάχη της Μάγαρας όπου χάθηκε ο ένας απ' τους δυο γενναίους αρχηγούς των ανταρτών της Σάντας.  Αλλοι αντάρτες ακολούθησαν άλλες γυναίκες και παιδιά για προστασία και τις σιγούρεφαν μέσα στα πυκνά δάση της Παναγίας Σουμελά, απ' όπου πάλι ξέφυγαν αργότερα. Ο στρατός, ευθύς μετά την εκτόπιση του πληθυσμού, έβαλε φωτιά στα περισσότερα σπίτια, έκαψε και τις εκκλησιές τίναξε με δυναμίτες τα κωδωνοστάσια, κατάστρεφε ακόμα και τις βρύσες. Ύστερα έφυγε ο στρατός και μείναν μόνοι οι τσέτες που πέσαν στη λεηλασία, βασάνισαν και σκότωσαν όσους γέρους και γριές βρήκαν κρυμμένους κι έφυγαν κι αυτοί.
      Μετά την καταστροφή της Σαντάς είχε ελαττωθεί η πίστη των ανταρτών στον αγώνα τους , που δεν είχε πλέον νόημα και αυτό οδήγησε στη χαλάρωση της συνοχής τους , εκτός του ότι είχαν και προσωπικές διαφορές ανάμεσά τους. Για το λόγο αυτό αλλά και για να δώσουν μικρότερο στόχο χώρισαν σε ομάδες. Οι Σανταίοι αντάρτες είναι οι τελευταίοι Έλληνες που αποχώρησαν από την πατρίδα το 1924,  όταν όλοι οι άλλοι πόντιοι είχαν ήδη εγκατασταθεί στην Ελλάδα σχεδόν δύο χρόνια πριν.
      Ο Ευκλείδης Κουρτίδης ήρθε στην Ελλάδα το 1924 και εγκαταστάθηκε στη Νέα Σάντα στο Νομό Κιλκίς. Αρνούμενος να εξαργυρώσει τους αγώνες και τη φήμη του, ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία. Απεβίωσε στις 10 Φεβρουαρίου του 1937, όταν έπεσε απο το κάρο του και τον ποδοπάτησαν τα άλογά του. Η αγάπη του για την πατρίδα, το ήθος του και η απαράμιλλη παλικαρία του, έγινε τραγούδι:
"Σαπάν Μούσα, Σειτ αγάς,
Κάλφας ο Γιομουρέτες
Ετρόμαζαν που άκουγαν
Ευκλείδης ο Σαντέτες!!"     


Πηγές: Pontos World
             Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού, Μαλλιάρης Παιδεία
            Ιστοσελίδα Συλλόγου Ποντίων Προσοτσάνης "Ο Πόντος"
            Δημήτρη Ψαθά "Γη του Πόντου"
          Ιστοσελίδα "Πατρίδα μας είναι ο Πόντος"

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

«Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»

«Η ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»


      Ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του Ποντιακού ελληνισμού είναι οι προσπάθειες που έγιναν για την δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους στον Πόντο, στο πλαίσιο των πολιτικών ζυμώσεων και των διπλωματικών παιχνιδιών στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια και μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πόλεμος αυτός υπήρξε ιδιαίτερα οδυνηρή εμπειρία για τους Έλληνες του Πόντου, γι’ αυτό και προσπάθησαν πριν τελειώσει, να εξασφαλίσουν τις συνθήκες που θα τους επέτρεπαν να ζήσουν ειρηνικά και να συνεχίσουν την πνευματική και την εμπορική τους ανάπτυξη.
         Η δημιουργία της ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου σαν ιδέα γοήτευσε όλους τους Πόντιους, όχι μόνο εκείνους που ακόμη ζούσαν στον τόπο τους αλλά και όλους εκείνους που κατέφυγαν σε χώρες της Ευρώπης στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τη σωτηρία τους. Για το σκοπό αυτό συνεργάστηκαν όλοι ακολουθώντας εκείνους που είχαν την πρωτοβουλία για την υλοποίηση του οράματος της ανεξαρτησίας του Πόντου. Η παρουσία των ρωσικών στρατευμάτων στο μεγαλύτερο μέρος του Πόντου κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και η διετής διακυβέρνηση της περιοχής της Τραπεζούντας από τον μητροπολίτη Χρύσανθο, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιδέας της ανεξαρτησίας του Πόντου.
        Το 1916 μετά την πανωλεθρία των Τούρκων στο μέτωπο του Καυκάσου, τα ρωσικά στρατεύματα με επικεφαλής τον Δούκα Νικολάγιεβιτς, βάδισαν προς την Τραπεζούντα. Οι τουρκικές αρχές έσπευσαν να εγκαταλείψουν την περιοχή, ορίζοντας προσωρινή κυβέρνηση μια μεικτή ελληνική και τουρκική επιτροπή υπό την προεδρία του μητροπολίτη Χρύσανθου. Στις 3 Απριλίου του 1916, την παραμονή της Κυριακής των Βαΐων ο βάλης Τραπεζούντας Τζεμάλ Αζμή βεης αποχώρησε παραδίδοντας με επίσημο έγγραφο την διοίκηση της χώρας στην προσωρινή κυβέρνηση του Χρύσανθου, που αποτελούνταν από τον μητροπολίτη, τον διευθυντή της αστυνομίας, τον διοικητή της χωροφυλακής, τον Γεώργιο Φωστηρόπουλο, τον Παρασκευά Γραμματικόπουλο και τον Γεώργιο Κογκαλίδη (1) .
         Σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση στον Έλληνα ιεράρχη, ο απερχόμενος Τούρκος αξιωματικός είπε «Από Έλληνες παραλάβαμε την Τραπεζούντα (αναφερόταν στην άλωση της πόλης από τους Τούρκους το 1461) εις τους Έλληνες και την παραδίδομεν. Έχω πεποίθησιν εις την σύνεσιν και την φρόνησιν σας ότι όλα θα διεξαχθούν καλώς και θα προστατεύσετε και τους εγκαταλειπομένους μουσουλμάνους όπως και τους χριστιανούς με την εγνωσμένη μεγαλοψυχία και αγάπην σας» (2).
    Ωστόσο το 1917 συντελείται στην Ρωσία η λεγόμενη Οκτωβριανή Επανάσταση, γεγονός που έχει αντίκτυπο στην παρουσία των ρωσικών στρατευμάτων στον Πόντο. Οι αξιωματούχοι και οι στρατηγοί καθαιρούνται και υπάγονται στα «σοβιετ» των στρατιωτών και των εργατών. Οι τουρκικές στρατιωτικές αρχές βρίσκουν την ευκαιρία και εξαπολύουν στην Τραπεζούντα άτακτα στίφη Τσετών. Η συνθήκη Μπρεστ – Λιτοφσκ, που υπογράφηκε μεταξύ Μπολσεβίκων και Νεότουρκων, βάζει τέλος στην 2ετή παρουσία των ρωσικών στρατευμάτων στην περιοχή της Τραπεζούντας και την προσωρινή κυβέρνηση του Χρύσανθου, που υπήρξε ένα πραγματικό διάλειμμα ειρήνης και ομόνοιας μεταξύ των λαών της περιοχής.
  Μετά την αποχώρηση των Ρώσων οι Τούρκοι αρχίζουν νέο κύκλο πιέσεων και βιαιοπραγιών προς τους Έλληνες του Πόντου αλλά και της Μ. Ασίας. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται μέχρι και την παράδοση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους Συμμάχους τον Οκτώβριο του 1918. Δεδομένης της απόφασης των Συμμάχων να διαλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, γίνονται διάφορες κινήσεις στον Πόντο για πλήρη αυτονόμηση της περιοχής ή για δημιουργία Ποντιοαρμενικού κράτους. Οι Πόντιοι της διασποράς βασισμένοι στις δηλώσεις του Ουίλσον για την αυτοδιάθεση των λαών κινούνται για την δημιουργία αυτόνομου ποντιακού κράτους Στο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι θα παρευρεθεί αντιπροσωπία των Ελλήνων του Πόντου με την δική της πρόταση.(3)
         Την περίοδο 1918-1922 δυναμικός εκφραστής του κινήματος για την ίδρυση ποντιακού κράτους ήταν ο μητροπολίτης Χρύσανθος και κατοπινός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, 1938-1949. Στο πλαίσιο του Συνεδρίου Ειρήνης στο Παρίσι (άρχισε τον Δεκέμβριο του 1918 και τελείωσε έπειτα από δύο χρόνια) ανέπτυξε, μαζί με άλλους Ποντίους της Διασποράς, ενεργό δράση προκειμένου να προωθηθούν τα δίκαια των Ποντίων. Μέχρι τον Σεπτέμβριο καλλιέργησε ακόμη και προσωπικές σχέσεις με τους ηγέτες των νικητριών του A Παγκοσμίου Πολέμου και τους αντιπροσώπους τους.
         Προς την κατεύθυνση αυτή δραστηριοποιούνται και οι Πόντιοι της Διασποράς. Ήδη κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οι Πόντιοι έκαναν αρκετά συνέδρια στις χώρες της τσαρικής Ρωσίας. Τον Ιούλιο του 1917 στο Συνέδριο στο Tαϊγάνιο πάρθηκαν ιστορικές αποφάσεις με σημαντικότερη την εκλογή Κεντρικού Συμβουλίου για τη δημιουργία ανεξάρτητου Ποντιακού Κράτους με προσωρινή έδρα την πόλη Pοστόβ (4). Τον Οκτώβριο του 1918, συνέρχονται στο Αικατερινοντάρ (σημερινό Κρασνοντάρ) της Ρωσίας οι εκπρόσωποι της Κεντρικής Ένωσης των Ποντίων Ελλήνων από όλες τις περιοχές της Ν. Ρωσίας (5). Ενεργό παρέμβαση για την αυτοδιάθεση του Πόντου έκαναν και οι Πόντιοι της Αμερικής. Σε συνέλευσή τους τον Δεκέμβριο του 1918 έβγαλαν ψήφισμα το οποίο απέστειλαν στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ουίλσον, στους πρωθυπουργούς Γαλλίας, Αγγλίας, Ιταλίας και στον Ελ. Βενιζέλο, τονίζοντας πως σύμφωνα με την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών και οι Έλληνες του Πόντου έχουν δικαίωμα «αποφασίσωσι περί της εαυτών τύχης και αυτοκυβερνηθώσι» (6).
         Στην Ευρώπη ψυχή του αγώνα ήταν ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, ο οποίος με δικά του έξοδα εκτύπωσε και κυκλοφόρησε χάρτη που όριζε τα σύνορα της προτεινόμενης ποντιακής δημοκρατίας, με το επαναστατικό μήνυμα: «Πολίτες του Πόντου ξεσηκωθείτε! Θυμίστε στα φιλελεύθερα έθνη τα ύψιστα δικαιώματά σας για τη ζωή και την ανεξαρτησία». Με δική του πρωτοβουλία, μάλιστα, πραγματοποιήθηκε το Α' Παμποντιακό Συνέδριο του Ελληνισμού του Πόντου στη Μασσαλία από 21 Ιανουαρίου 1918 έως τις 4 Φεβρουαρίου 1918.
          Παρόλα αυτά οι προσπάθειες για δημιουργία Ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας σκόνταψαν στην ουδέτερη έως αρνητική στάση της κυβέρνησης Βενιζέλου, που δεν συμπεριέλαβε το ζήτημα αυτό στις άμεσες διεκδικήσεις του ελληνικού κράτους στο πλαίσιο του συνεδρίου στο Παρίσι. Το 1921 με την συμφωνία που υπέγραψαν ο Λένιν με το Μουσταφά Κεμάλ κλείνει οριστικά η δυνατότητα βιώσιμης λύσης του Ποντιακού ζητήματος, γεγονός που επισφραγίζεται με την συνθήκη της Λωζάννης το 1923. 

Βιβλιογραφία: 
(1) « Ο Μητροπολ. Τραπεζούντος Χρύσανθος», σεβ. Δράμας κ. Παύλου σελ. 61-63. /Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου, «Η εκκλησία της Τραπεζούντας», σελ. 762-767.
(3)Memorandum submitted to the Peace Conference” by National Delegation of the Euxine Pontus, Manchester: Norbury, Natzio & Co. Ltd., 1919
 (4)Κ. Φωτιάδης, «Ο Ελληνισμός της Σοβιετικής Ένωσης τον 20ο αιώνα», Ο Ποντιακός Ελληνισμός της τέως Σοβιετικής Ένωσης, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 29-30.
 (5) «Τα Συνέδρια των Ποντίων», Π. Καϊσίδη, Δημοσιογράφων 2007 Θεσσαλονίκης.
 (6) Γ. Λαμψίδης, «Τοπάλ Οσμάν», τ. Β΄, σελ. 178.


Ειρήνη Χρυσοστομίδου
Απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας & Εθνολογίας του ΔΠΘ

Λεωνίδας Ιασωνίδης

ΗΓΕΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

4. Λεωνίδας Ιασωνίδης: "Αξιωθείς να γεννηθώ Έλλην, ευλογώ τον Θεόν ότι είμαι Πόντιος".

       Γεννήθηκε στην Ορντού (Κοτύωρα) το 1884, αλλά όπως αναφέρει ο ίδιος σε μία εργασία του, η Πουλαντζάκη είναι η πατρίδα του. Καταγόμενος από πατριαρχική οικογένεια τα πρώτα γράμματα έμαθε στην Πουλαντζάκη και την Κερασούντα, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας από το οποίο και αποφοίτησε το 1902. Συνέχισε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης και πήρε το δίπλωμα το 1912. Κατόπιν πήγε στο Παρίσι όπου το 1914 πήρε πτυχίο στις πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες.
Από νωρίς άρχισε να ασχολείται με τα κοινά. Ήδη από το 1905 συμμετέχει στην «Τετραμελή επί των σχολών Εποπτεία» της Πουλαντζάκης, γεγονός που μαρτυρεί την άμετρη αγάπη προς την ιδιαίτερη πατρίδα του.
     Κατά τη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου ο Ιασωνίδης έφυγε από τη Γαλλία και διαμέσου της Ρουμανίας έφτασε στο Ροστόβ της Ρωσίας για να εμψυχώσει τις ελληνικές κοινότητες του Καυκάσου. Εκεί ίδρυσε και την «Ευξεινοπόντειον ΄Ενωσιν» το 1917.  Είναι επίσης από τους ιδρυτές της «Κεντρικής Ενώσεως των Ποντίων» στο Αικατερινοντάρ, 1918. Από το 1917 τόσο στην περιοχή του Καυκάσου όσο και της Κριμαίας κατέφθαναν Πόντιοι πρόσφυγες προκειμένου να σωθούν από τις σφαγές των Τούρκων, ενώ χιλιάδες έφταναν στο Βατούμ ψηφίσματα Ποντίων από όλη τη Νότια Ρωσία για να διακηρύξουν την πίστη τους στην ανεξαρτησία του Πόντου. Έτσι το 1919 συμμετέχει στην Εθνοσυνέλευση των Ποντίων του Βατούμ, της οποίας εχρημάτισε και τελευταίος πρόεδρος, με σκοπό την αποκατάσταση του Πόντου και τη δημιουργία ανεξάρτητης-αυτόνομης Δημοκρατίας. Το 1920 έρχεται στην Αθήνα συμμετέχοντας στις προσπάθειες της κυβέρνησης Βενιζέλου, επισκέπτεται το Παρίσι και το Λονδίνο αργότερα, επικεφαλής της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης και αγωνίζεται με κάθε τρόπο για την ανεξαρτησία του Πόντου. Για όλες αυτές τις προσπάθειες καταδικάστηκε ερήμην στον «δι’ αγχόνης» θάνατο από τα δικαστήρια ανεξαρτησίας της Αμάσειας (20-9-1921). Επειδή οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν, έπιασαν τον 27χρονο αδερφό του και τον έκαψαν ζωντανό.
   Το Σεπτέμβριο του 1922 έρχεται πρόσφυγας στην Ελλάδα όπου γίνεται θερμός προστάτης των προσφύγων που κατέφυγαν εδώ μετά τη μικρασιατική καταστροφή (1922) και τη συνθήκη της Λαζάνης (1923). Το 1927 υπήρξε ένας από τους ιδρυτές της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών, η οποία σύμφωνα με το 1ο άρθρο του καταστατικού της σκοπό είχε  «την περισυλλογή, μελέτη και δημοσίευσις γλωσσικού, λαογραφικού και ιστορικού υλικού του Πόντου». Με την εγκατάσταση του στην Ελλάδα ασχολείται ενεργά με την πολιτική και από το 1923 εκλέγεται συνεχώς Βουλευτής Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας όπου για 32 ολόκληρα χρόνια στάθηκε στο πλευρό των προσφύγων, ενώ χρημάτισε και Υπουργός Πρόνοιας επί κυβερνήσεως Φιλελευθέρων από το 1930-1932. 
    Το 1936 κατέφυγε στην Αγγλία, αποστρεφόμενος τη δικτατορία που επιβλήθηκε στη χώρα μας, όπου ερευνώντας πολλές βιβλιοθήκες και μάλιστα του Παν/μίου της Οξφόρδης, διαρκώς αρθρογραφούσε σε διάφορες εφημερίδες για τα δίκαια της Ελλάδας εμψυχώνοντας τους Έλληνες στον αγώνα τους εναντίον των δυνάμεων της γερμανικής κατοχής. Μετά το τέλος του πολέμου και την επιστροφή του στην Ελλάδα πολιτεύθηκε και πάλι, επανεκλέγει Βουλευτής και τέλος διετέλεσε Υπουργός Βορείου Ελλάδος. 
      Υπήρξε απλός και ταπεινός στη ζωή του, αμερόληπτος στις κρίσεις του και δίκαιος, τίμιος στο χαρακτήρα και ευθύς, αλλά πάνω από όλα φλογερός Πόντιος. Παροιμιώδης θα μείνει η φράση του «Ξηρανθήτω ημίν ο λάρυγξ, εάν επιλαθώμεθά σου ω πάτριος Ποντία γη» (να ξεραίνεται η γούλα μ' αν ανασπάλλω σεν πατρίδα' μ,  Πόντια γη).


Πηγές: blog "Πατρίδα μας είναι ο Πόντος"
            Pontos World
            Επιτροπή Ποντιακών Μελετών
           

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Κωνσταντίνος Γ. Κωνσταντινίδης

ΗΓΕΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

3. Κωνσταντίνος Γ. Κωνσταντινίδης: θερμός αγωνιστής και επικεφαλής της κίνησης για την ανεξαρτησία του Πόντου.

    Γεννήθηκε το 1856 στην Τραπεζούντα. Πατέρας του ήταν ο περίφημος καπετάν Γιώρ πασάς, ισόβιος δήμαρχος της Κερασούντας και η μητέρα του ήταν Τραπεζούντια από τη γνωστή οικογένεια του Χατζηκακούλογλου. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Κερασούντα. Έφηβος έφυγε από εκεί για την Αθήνα να συνεχίσει τις σπουδές του. Παρέμεινε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας μέχρι το 1878. Στα 22 του χρόνια έφυγε για την Μασσαλία όπου ζούσε ο θείος του ο Διονύσιος Κωνσταντινίδης που ασχολούνταν με το εμπόριο. Κοντά του παρέμεινε επί 4 χρόνια.
     Το 1883 ίδρυσε δικό του εμπορικό οίκο και επιδόθηκε στο εμπόριο με εκπληκτική επιτυχία. Μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε να γίνει ο μεγαλύτερος εισαγωγέας φουντουκιών της Μασσαλίας και ολόκληρης της Δυτικής Ευρώπης, κάνοντας τα φουντούκια γνωστά σε όλα τα Ευρωπαϊκά εμπορικά λιμάνια. Παράλληλα έδωσε μεγάλη ώθηση στην εισαγωγή και εξαγωγή σε όλα τα είδη ξηρών καρπών.
     Από το 1918 και έπειτα, ο Κωνσταντινίδης μπαίνει επικεφαλής της κίνησης για την ανεξαρτησία του Πόντου και προσφέρει σημαντικά ποσά άλλα και τον προσωπικό του μόχθο για τη διεξαγωγή του αγώνα, παρά την εξ αρχής αρνητική στάση του Ελ. Βενιζέλου. Τον Οκτώβριο του 1917 ήδη με την επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία και την αποχώρηση των Ρώσων από τον Πόντο, ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης έστειλε επιστολές (εγκύκλια γράμματα) από τη Μασσαλία παντού όπου ζούσαν Πόντιοι και τους ζητούσε να οργανωθούν και να αγωνιστούν για τον κοινό σκοπό. Ταυτόχρονα έκανε έκκληση στις μεγάλες δυνάμεις της Εγκάρδιας Συνεννόησης (Αντάντ) για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους του Πόντου, με πολίτευμα δημοκρατικό. Έστειλε και ταχυδρομικά δελτάρια με το χάρτη του Πόντου στην Ελληνική και Γαλλική γλώσσα. Έδωσε και συνεντεύξεις στην Παρισινή εφημερίδα "Ζουρνάλ ντ' Ελλέν" και δημοσίευσε χάρτη του Πόντου στα ελληνικά και στα γαλλικά. 
    Ως πρόεδρος του  Α' Παμποντιακού 
Συνεδρίου που έγινε στη Μασσαλία στις 22 Ιανουαρίου 1918 έστειλε στον επίτροπο (υπουργό) Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης Λέοντα Τρότσκι το ακόλουθο τηλεγράφημα: "Συνεδρίον, συγκληθέν εν Μασσαλία, πολίτων καταγομένων εκ Πόντου, αποτελούμενον εξ αντιπρώσωπων πολίτων διαμενόντων εις Ηνωμένας Πολιτείας, εις την Ελβετίαν, εις την Αγγλίαν, εις την Ελλάδα, Αίγυπτον και εις όλας τας χώρας της Ευρώπης και της Αμερικής σας παρακαλεί να συμφωνήσετε, αυτή η χώρα να αναλάβει τας τύχας της, ώστε μετά την αποχώρησιν των Ρωσικών στρατευμάτων να μην ξαναπέσει εις την Τουρκικήν κυριαρχίαν. Επιθυμία μας είναι να δημιουργήσωμεν ανεξάρτητον Δημοκρατίαν, απο τα Ρωσικά σύνορα έως πέρα στην Σινώπην, και παρακαλούμε να επεμβήτε δυναμικά εις αυτό το θέμα. Ελπίζοντες εις την αποτελεσματικήν σας υποστήριξην, σας ευχαριστούμε εκ των προτέρων. Δια το συνέδριον, ο Πρόεδρος Κωνσταντίνος Γ.Κωνσταντινίδης".  Αυτή η κίνηση με την επιστολή δεν πολύ άρεσε στο Υπουργείο Εξωτερικών της Γαλλίας.  
    Την ίδια χρονιά εξέδωσε στο Παρίσι την περίφημη "Πραγματεία Περί Πόντου, Λόγος εκφωνηθείς εις το εν Μασσαλία Παμπόντιον Συνέδριον" με σκοπό την προώθηση της ιδέας για την δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας. Ακολουθεί ένα δεύτερο συνέδριο στη Μασσαλία που εξουσιοδοτεί τον Κ. Κωνσταντινίδη να βρει λύση στο εθνικό πρόβλημα.  
       Στις 17 Νοεμβρίου 1918 αποφάσισε να οργανώσει τους Πόντιους που ζούσαν στην περιφέρεια της Μαύρης Θάλασσας και στη Νότια Ρωσία. Στέλνει, επίσης, στις συμμαχικές κυβερνήσεις ένα υπόμνημα ζητώντας την ανεξαρτησία «της χώρας που περιλαμβανόταν άλλοτε στην Αυτοκρατορία των Κομνηνών, εκτάσεως 170.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων περίπου, με ενάμισι εκατομμύριο χριστιανούς ορθοδόξους και 500.000 μουσουλμάνους ελληνικής γλώσσας». Κατά τα τέλη του Δεκέμβρη του 1918, ο μητροπολίτης Αμάσειας, Γερμανός Καραβαγγέλης, που βρισκόταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, έγραψε ένα γράμμα στον Γ. Κωνσταντινίδη, στη Μασσαλία, και του ζητούσε να παρακαλέσει τους επιφανείς Ποντίους του εξωτερικού να διαλαλήσουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο τα πρωτάκουστα στην ιστορία κακουργήματα των Τούρκων. 
        Το Φεβρουάριο του 1920 συνοδεύει τον Μητροπολίτη Χρύσανθο που ξαναταξιδεύει στην Ευρώπη μαζί με τους ηγέτες του Ποντιακού κινήματος. Στη διάσκεψη της Ειρήνης, στο Λονδίνο, ο Χρύσανθος υπέβαλε ένα υπόμνημα στις 10 Μαρτίου, με το οποίο ζητούσε τη δημιουργία ελληνικού κράτους στην περιοχή του Πόντου και ανέπτυσσε εκτενώς την επιχειρηματολογία που υποστήριζε τα δίκαια των Ελλήνων της περιοχήςΟι ελπίδες όμως διαψεύστηκαν, τα αιτήματά τους απορρίφτηκαν και ο Πόντος στην ουσία παραχωρήθηκε στην ηττημένη Τουρκία. Τη χαριστική βολή στο αίτημα ανεξαρτησίας του Πόντου επέφερε η επικράτηση του Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος δεν αναγνώρισε τη συνθήκη των Σεβρών, υπέγραψε συνθήκη φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση και γρήγορα κέρδισε και την υποστήριξη της Δύσεως συνάπτοντας συμφωνίες οικονομικής συνεργασίας με τη Γαλλία και Ιταλία. Η ελπίδα για έναν ανεξάρτητο Πόντο είχε οριστικά χαθεί.  
      Λίγο πριν πεθάνει το 1930, δώρισε στην Εθνική Πινακοθήκη 44 πίνακες του μεγάλης αξίας, ενώ την πλούσια βιβλιοθήκη του δώρισε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.



Πηγές:  Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού. Μαλλιάρης Παιδεια
                Ιστοσελίδα Ελεύθερος Πόντος
                Ιστοσελίδα Αδελφότητας Κρωμναίων Καλαμαριάς
                Ιστοσελίδα Επιτροπής Ποντιακών Μελετών

Φίλων Κτενίδης

ΗΓΕΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

2. Φίλων Κτενίδης: ο αθεράπευτος, νοσταλγός και υμνωδός του Πόντου.

     Θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, γιατρός, ιδρυτής του σωματείου "Παναγία Σουμελά" και εμπνευστής της ιδέας για ανιστόρηση της μονής της Παναγίας Σουμελά στην Καστανιά Βερμίου.  Ο Φίλων Κτενίδης γεννήθηκε στη Βασίλισσα των Ποντιακών πόλεων, μέσα στα κάστρα των Κομνηνών, από γονείς Κρωμναίους, το 1889. Αποφοίτησε με άριστα από το ξακουστό Φροντιστήριο- Γυμνάσιο Τραπεζούντας το 1906. Από το 1906 έως το 1912 ήταν ανώτερος εμπορικός υπάλληλος και φιλολογικός συνεργάτης της εφημερίδας της γενέτειράς του «Εθνική Δράσις». Το 1910 εκδίδει και διευθύνει το περιοδικό «Επιθεώρηση» και την ίδια χρονιά εισάγεται στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
    Στον πόλεμο του 1912-13 κατατάσσεται εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό και πολεμά στα Μέτωπα της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Το 1914 καταδιώκεται από τους Τούρκους για τις υπηρεσίες του στον ελληνικό Στρατό και φεύγει σε ελληνικά χωριά της Τραπεζούντας όπου προσφέρει δωρεάν τις υπηρεσίες του ως γιατρός στους κατοίκους.
    Μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, διορίζεται διευθυντής του μεγαλύτερου ρωσικού στρατιωτικού νοσοκομείου στα Πλάτανα του Πόντου. Η δυσάρεστη τροπή του εθνικού μας ζητήματος τον αναγκάζει να φύγει στο Παρίσι για ιατρική ειδίκευση. Διακόπτει και πάλι τις σπουδές και κατατάσσεται στον Ελληνικό Στρατό και πολεμά στην Μικρά Ασία με το όνειρο που έχουν όλοι οι Πόντιοι: Την αναστήλωση της χαμένης Αυτοκρατορίας (Μεγάλη Ιδέα) και του Ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους. 
Εθνικός Ύμνος της Δημοκρατίας του Πόντου 

Ήρθε η μέρα, ήρθ` ώρα
που προσμέναμε με χρόνια
στα δεσμά, στην καταφρόνια
και στην τούρκικη σκλαβιά.
Εις του Πόντου τ` ακροβούνια
καριοφίλια μαυρισμένα
                                                      φέρουν το Εικοσιένα
                                                      ψάλουν την Ελευθεριά.
                                                      Της Ανάστασης σημαίνει
                                                      η καμπάνα η μεγάλη
                                                     ο καθένας μας ας βάλει
                                                      την λαμπρότερη στολή.
                                                      Και μπροστά εις την εικόνα
                                                      της Πατρίδας την αγία
                                                      ας προσφέρει για θυσία
                                                      νιάτα, πλούτη και ζωή.
                                                      Εις του Πόντου μας το χώμα 
                                                      άνοιξε σε κάθε βήμα
                                                      των μαρτύρων ένα μνήμα 
                                                      του τυράννου η μαχαιριά.
                                                      Μας καλούν εκδικητάδες
                                                      ζωντανοί και πεθαμένοι.
                                                      Η πατρίδα ερημωμένη
                                                      μας καλεί, εμπρός παιδία!     
Φίλων Κτενίδης 1919

    Το 1935 εκλέγεται βουλευτής Αθηνών και το 1938 εγκαθίσταται οριστικά στην Θεσσαλονίκη και ασκεί το επάγγελμα του γιατρού. Το 1950 η ιδέα για την συγκέντρωση και διαφύλαξη του ιστορικού και λαογραφικού θησαυρού του πολυϋμνητου από τον ίδιο Πόντου, του γίνεται αθεράπευτο πάθος και καταπιάνεται για το σκοπό αυτό να εκδώσει το μοναδικό στο είδος του περιοδικό «Ποντιακή Εστία» που βραβεύθηκε αργότερα από την Ακαδημία Αθηνών. Τα δε θεατρικά του έργα, δράματα, τραγωδίες, κωμωδίες και ηθογραφίες, καλύπτουν κάθε πτυχή της ποντιακής κοινωνικής και συναισθηματικής ζωής. Κυριότερα έργα του : «Ο Ξενιτέας», «Οι πατρίδες», «Ο χωρέτες», «Η προξενεία», «Ο Διγενής Ακρίτας», «Ο Μάραντον», «Ο Ζουρνάς», «Η αποθήκη της Στοφορίνας» και πολλά άλλα θα μείνουν κλασσικά για το ρεπερτόριο του ποντιακού θεάτρου. 
     Μα εκείνο που λάμπει σαν διαμάντι, δονεί και συγκινεί, ανάμεσα στα άλλα αριστουργήματα του Κτενίδη, είναι το έμμετρο τραγούδι της χαμένης Πατρίδας, «Η Καμπάνα» του από 341 στίχους. Και κάθε στίχος του ένας θλιβερός ήχος από τα βάθη των αιώνων, κάθε στίχος και ποτάμια δακρύων, κάθε στίχος κι ένας ψυχικός χαλασμός, ένας σεισμός, ένα δράμα και μια τρικυμία. Μέσα από τους ήχους της «καμπάνας» του που δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι παλμοί της πονεμένης καρδιάς του, διακρίνει κανείς τον αθεράπευτο νοσταλγό, τον πατριδολάτρη Φίλωνα Κτενίδη, τον αβάσταχτο πόνο του στην ιδέα, πως ο Πόντος είναι δυνατόν να χάσει το ελληνικό του χρώμα , με του καιρού το πέρασμα…
       Από την «Καμπάνα του Πόντου» ένα δείγμα της ποίησης του:
«Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν, μαύρον άμον την νύχταν
ολονυχτίς τριγύριζεν ολόερα 'ς σον Κάστρον 'ς σον Κάστρον, 'ς σα μαντρότοιχα,
τη μαυρο Τραπεζούντας...
Κάποτ' εγέντονε σεισμός κι η γη όλεν εσείεν κι έναν ημέραν άχαρον, έναν ημέραν μαύρον,
επάρθαν τα κλειδιά 'θε κι ο Κάστρεν εκρεμίεν. Κι ο Κάστρεν, ο θεόρατον εγέντον κοιμητήριν...».
   
       Τον Αύγουστο του 1950 στο 8ο τεύχος της Ποντιακής Εστίας, ο Κτενίδης δημοσιοποιεί το μεγάλο όραμά του για ανιστόρηση της κατεστραμμένης και εγκαταλειμμένης στον Πόντο Μονής Σουμελά. Η ιδέα αγκαλιάζεται με μεγάλο ενθουσιασμό και χιλιάδες Πόντιοι σπεύδουν να ενισχύσουν οικονομικά την υπόθεση. Έτσι τον Δεκαπενταύγουστο του 1951 στα υψώματα του Βερμίου και πάνω ακριβώς από το χωριό Καστανιά (του οποίου η κοινότητα παραχώρησε δωρεάν 500 στρέμματα) θεμελιώθηκε ο πρώτος ναός που θα στέγαζε την Παναγία στο νέο της θρόνο.
   Ο κορυφαίος αυτός Πόντιος λογοτέχνης, ο πολυγραφότερος όλων και φλογερός πατριώτης, δεν σταμάτησε να γράφει, να οραματίζεται και να δημιουργεί μέχρι τις τελευταίες ημέρες πριν από τον θάνατο του ,το 1963, στα 74 χρόνια του.



Πηγές: ιστοσελίδα "Ποντιακά Θέματα" (κείμενο του Τάσσου Κοντογιαννίδη)
             Pontos World
              ιστοσελίδα Ιδρύματος "Παναγία Σουμελά"
              Pathfinder
              Santeos

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Χρύσανθος Φιλιππίδης

ΗΓΕΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

1. Χρύσανθος Φιλιππίδης: ο συντοπίτης μας που αναδείχτηκε σε πνευματικό και πολιτικό ηγέτη των Ελλήνων του Πόντου.
  
    Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης, Γρατινή Ροδόπης, 1881 – Αθήνα, 28 Σεπτεμβρίου 1949) ήταν Έλληνας θεολόγος και ακαδημαϊκός (1940) και μία από τις μεγάλες μορφές της Ορθοδόξου Εκκλησίας των νεοτέρων χρόνων, Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1938) και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1938-1940).
            Γεννήθηκε το 1881 στη Γρατινή της Κομοτηνής (Θράκη) όπου και έλαβε τα πρώτα εγκύκλια γράμματα. Το 1897 εισήχθηκε στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία και αποφοίτησε μετά εξαετία. Το 1903 χειροτονήθηκε διάκονος και τον ίδιο χρόνο ακολούθησε στη Τραπεζούντα τον μητροπολίτη Κωνσταντίνο Καρατζόπουλο όπου και άρχισε εκεί την υπηρεσία του ως ιεροκήρυκας και καθηγητής στο «Φροντιστήριο» (Γυμνάσιο) της πόλης, όπου δίδαξε θρησκευτικά μαθήματα αναπληρώνοντας και τον συνοδικό μητροπολίτη (που είχε μεταβεί στη Κωνσταντινούπολη) ως πρόεδρος των σχολικών επιτροπών. Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη ο Χρύσανθος διατήρησε τη θέση του και επί του διαδόχου μητροπολίτη του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου Στ΄ μέχρι του 1907 οπότε και έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη με την οικονομική βοήθεια των προυχόντων της Τραπεζούντας. Μετά από τετραετή φοίτηση σε πανεπιστημιακές σχολές στην Λειψία της Γερμανίας και στην Λωζάνη της Ελβετίας επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη όπου και ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ του ανέθεσε τη διεύθυνση και αρχισυνταξία του επίσημου πατριαρχικού οργάνου «Εκκλησιαστική Αλήθεια». Την ίδια εποχή γνωρίστηκε με τον Ίωνα Δραγούμη και με τον στενό συνεργάτη εκείνου τον Αθανάσιο Σουλιώτη - Νικολαΐδη με τους οποίους και ανέπτυξε μια μεγάλη φιλία μέσω της οποίας και αναδείχθηκε η περί του υψηλού Ιδεαλισμού κλίση του. 
      Την εποχή εκείνη η Οθωμανική Αυτοκρατορία ταράζονταν από δύο αμφίρροπα ρεύματα. Στο εξωτερικό διαγραφόταν μια απειλή κυοφορούμενης «σταυροφορίας» των χριστιανικών Χωρών  κατά της Αυτοκρατορίας και στο εσωτερικό η «κίνηση των εθνικοτήτων» χριστιανών και μουσουλμάνων στην οποία την πνευματική, οικονομική αλλά και αριθμητική υπεροχή των μουσουλμάνων ωθούσε ο νεοτουρκικός σωβινισμός, ενώ πολλοί εκλεκτοί Έλληνες μεταξύ των οποίων και ο Χρύσανθος αλλά βεβαίως και αλλοεθνείς συνδέθηκαν με το συναρπαστικότερο ίσως όραμα μιας βαθμιαίας αναμόρφωσης της φθίνουσας Αυτοκρατορίας σε μια φιλελεύθερη ισονομούμενη κυρίαρχη πολιτεία. Για το όραμα αυτό πολύ λίγα έγιναν γνωστά στον ελληνικό τύπο που όμως το εγνώριζαν πολύ καλύτερα ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ των Ελλήνων καθώς και ο τότε διάδοχος του Σουλτάνου. 
        Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου με την Βουλγαρία ο Χρύσανθος βρίσκεται ν΄ αγωνίζεται απεγνωσμένα στην ιδιαίτερη πατρίδα του προκειμένου να καταφέρει να ενώσει Έλληνες και Τούρκους στο αίτημα της αυτονόμησης της Δυτικής Θράκης. Την ίδια όμως εποχή τον Μάρτιο του 1913 ο μητροπολίτης Τραπεζούντας μετατέθηκε στη Κύζικο και οι Τραπεζούντιοι αξίωσαν τον Χρύσανθο ως νέο μητροπολίτη τους. Έτσι το ίδιο έτος 1913, ο Χρύσανθος εξελέγη μητροπολίτης στην Τραπεζούντα του Πόντου.
            Όμως η δεκαετία που ακολούθησε αλλοίωσε σε μεγάλο βαθμό την όλη κατάσταση των πραγμάτων στη Μέση Ανατολή. Οι ιστορικοί εκείνοι πόλεμοι που ομολογουμένως διπλασίασαν την έκταση της Ελλάδας μείωσαν αντίστοιχα τη βαρύτητα του Ελληνισμού στην Ανατολή. Οι νεότουρκοι παροτρυνόμενοι και επικουρούμενοι κυρίως από τους Γερμανούς άρχισαν να παρασκευάζουν τους απάνθρωπους διωγμούς κατά του γηγενή από χιλιετηρίδων ελληνικού στοιχείου. Το 1914 άρχισαν οι ομαδικές εκτοπίσεις από τη Θράκη και από τις άλλοτε Ιωνικές και Αιολικές ακτές της Μικράς Ασίας που άρχισαν όμως γρήγορα να επεκτείνονται και προς την Ανατολή. Ως «μέγας άθλος» καταλογίστηκε τότε για τον Χρύσανθο που με όπλα του τα πνευματικά του χαρίσματα, τη πειθώ του λόγου του και την προσωπική του παρουσία συγκράτησε, στα σύνορα της μητροπολιτικής του επαρχίας, τη πορεία του κύματος των διωγμών αγωνιζόμενος κατά τις παλινδρομικές φάσεις ανακαταλήψεων στο τετραετή πόλεμο Ρώσων και Τούρκων,  σχεδόν χωρίς ελληνικές απώλειες.
Ο Χρύσανθος με προύχοντες της Τραπεζούντας
και Ρώσους αξιωματούχους σε αναμνηστική φωτογραφία.
Τραπεζούντα 1916.
        Τον Απρίλιο του 1916 ανέλαβε τη διοίκηση της Τραπεζούντας από τον τούρκο βαλή Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέη. Από τη θέση αυτή κατάφερε να επεκτείνει αποτελεσματικά τη προστασία του και προς τους Έλληνες των γειτονικών περιοχών Ροδόπολης και Χαλδείας. Μάλιστα κατάφερε να συνενώσει τους Τούρκους με τους Έλληνες αλλά και με τα κατάλοιπα της φρικτής σφαγής των Αρμενίων έναντι των ρωσικών στρατευμάτων που στάθμευαν στη περιοχή, κατά την ρωσική επανάσταση του Μαρτίου του 1917 και που σε πλήρη διάλυση της πειθαρχίας είχαν αρχίσει τις καταστροφές. Ήταν και αυτό μια εκδήλωση του μυστικού οράματος της ιδέας διακυβέρνησης και συμβίωσης των σύνοικων λαών. Η δίχρονη προεδρία του Χρύσανθου υπήρξε ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. Έτσι στη περίοδο της ανακωχής, κατά τη Συνθήκη του Μούδρου, η μορφή του Χρύσανθου δεσπόζει στη περιοχή του Πόντου και αποτελεί την εγκυρότερη και δημοφιλέστερη προσωπικότητα μεταξύ ομογενών και αλλογενών που του αναγνωρίζουν και οι «Μεγάλες Δυνάμεις» της Αντάντ. 
          Έτσι κάτω από αυτές τις συνθήκες αναγνώρισής του, το 1919 ο Χρύσανθος κλήθηκε από τον τότε τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου Δωροθέου (Μητροπολίτη Προύσας) και από τον Αλέξανδρο Παπά να εκπροσωπήσει τον αλύτρωτο Ελληνισμό του Πόντου στο Παρίσι κατά τις εκεί διασκέψεις. Από τις επιστολές, του τότε υπουργού εξωτερικών Ν. Πολίτη, έγγραφα και πρακτικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και από δημοσιεύματα του Τύπου (ελληνικού και ξένου) της εποχής διαφαίνονται οι θετικές απηχήσεις των επιδέξιων χειρισμών του Χρύσανθου  ενώπιον των «Μεγάλων» και οι προσπάθειες του να προωθήσει την ανεξαρτησία του Ποντιακού ζητήματος, καταθέτοντας μάλιστα και ένα Υπόμνημα με ημερομηνία 2 Μαΐου 1919. Στο βαρυσήμαντο αυτό υπόμνημα προσπαθούσε να διεκδικήσει τα δίκαια του Ποντιακού Ελληνισμού, σε μια ρεαλιστική πρόταση Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας.  Τα επιχειρήματα του Χρύσανθου ήταν τόσο ισχυρά ώστε  ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον εξουσιοδότησε να προχωρήσει σε διακρίβωση δυνατοτήτων για απ΄ ευθείας συνεννοήσεις με τους Τούρκους. Ακολούθησαν πολλές και ενθαρρυντικές επαφές, πλην όμως ο Βενιζέλος προτίμησε να μη δώσει συνέχεια.
        Το 1920 ο Χρύσανθος ταξίδεψε στη Γεωργία που μετά την ρωσική επανάσταση είχε ημιαυτονομηθεί προκειμένου να τακτοποιήσει εκκλησιαστικά ζητήματα ορθοδοξίας που είχαν ενσκύψει. Στη πραγματικότητα, ο κύριος σκοπός του Χρύσανθου στο ταξίδι του εκείνο ήταν η χάραξη ορίων μεταξύ του νεοπαγούς κράτους της Γεωργίας και της σχεδιαζομένης αυτονόμησης της ελληνικής πολιτείας του Πόντου. Και πράγματι αυτό συντελέσθηκε με την υπογραφή της διμερούς μυστικής συμφωνίας Χρύσανθου - Χατισιάν (Αρμένιου πρωθυπουργού Γεωργίας), λεγόμενη και Συμφωνία Εριβάν, από το όνομα της πόλης που συνομολογήθηκε. Το 1921 ο Δημήτριος Γούναρης κάλεσε τον Χρύσανθο να μετάσχει της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο. Κατά τον χρόνο της παραμονής του Χρύσανθου στο Λονδίνο στη Τουρκία ειδικό «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» καταδικάζει ερήμην τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας εις θάνατο. Αυτό είχε ως συνέπεια την εσπευσμένη επιστροφή του Χρύσανθου στην έδρα του και στη συνέχεια προκειμένου ν΄ αποφύγει τη σύλληψή του από τις κεμαλικές δυνάμεις που είχαν ήδη εγκατασταθεί στη μητροπολιτική περιφέρειά του κατέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Μετά όμως και από το άδοξο τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας, το 1922, ο Χρύσανθος κατέφυγε τελικά στην Αθήνα.
      Από το 1922 ο «από Τραπεζούντος» (μητροπολίτης) Χρύσανθος βρίσκεται στην Αθήνα και παραμένει μακριά από τα τεκταινόμενα, ως απλός θεατής των γεγονότων χωρίς να λαμβάνει καμία θέση σ΄ αυτά. Το 1926 διορίζεται από την τότε κυβέρνηση ως "αποκρισάριος" του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα, θέση που θα διατηρήσει μέχρι το 1938.  Παράλληλα ασχολείται με το Ποντιακό στοιχείο που τόσο αγάπησε αλλά και αγαπήθηκε από αυτό. Με δική του ιδέα και πρωτοβουλία ιδρύθηκε το 1927 η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, η οποία έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στη συγγραφή και διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς του Ποντιακού Ελληνισμού. Πρώτος πρόεδρος της Επιτροπής από την ίδρυσή της μέχρι τήη ημέρα που κοιμήθηκε πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες, τόσο συγγράφοντας ο ίδιος όσο και συγκεντρώνοντας το πολύτιμο υλικό που κατέθεταν οι Πόντιοι της πρώτης γενιάς. Πολύτιμος συνεργάτης του ο Γραμματέας της Επιτροπής, αρχιμανδρίτης Άνθιμος Παπαδόπουλος, ο οποίος τον διαδέχθηκε στην προεδρία μετά την κοίμησή του.
      Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, (22 Οκτωβρίου 1938) ο «από Τραπεζούντος» Χρύσανθος εκλέχθηκε να διεκδικεί στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος τη θέση του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας έχοντας ως αντίπαλο τον Μητροπολίτη Κορινθίας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ιεράρχη με έντονη επίσης κοινωνική δραστηριότητα. Έτσι στις 5 Νοεμβρίου του 1938 εκλέχθηκε μετά από τρίτη ψηφοφορία ο Κορινθίας Δαμασκηνός με οριακή εκλογή λαμβάνοντας 31 ψήφους έναντι των 30 του Χρύσανθου. Με την εκλογή όμως αυτή ο τότε μητροπολίτης Φθιώτιδας Αμβρόσιος εξεγέρθηκε αμφισβητώντας το αποτέλεσμα θεωρώντας το ως άκυρο. Τον Αμβρόσιο ακολούθησε τότε σχεδόν η μισή ιεραρχία της Ελλάδος με συνέπεια τη δημιουργία τεράστιου εκκλησιαστικού ζητήματος. Η Κυβέρνηση τότε (του Ιωάννη Μεταξά) προκειμένου να δώσει τέρμα στην όλη υπόθεση εκδίδει στις 3 Δεκεμβρίου του 1938 αναγκαστικό Νόμο (Α.Ν. 1493/3-12-1938) με τον οποίο στις 12 Δεκεμβρίου του 1938 ακολούθησε νέα εκλογή υπό «Αριστίνδην Σύνοδο» (Σύνοδο, της οποίας τα μέλη έχουν επιλεγεί αυθαίρετα από την Κυβέρνηση) όπου και αναδείχθηκαν τελικά τρεις υποψήφιοι: ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος με 11 ψήφους και οι μητροπολίτες Λήμνου και Δράμας από 4 έκαστος. Σύμφωνα λοιπόν με τα οριζόμενα του παλαιού νόμου ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ εξέλεξε τον Χρύσανθο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
           Με την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ανέπτυξε έντονη εθνική δράση, εμψυχώνοντας τον λαό και τον Στρατό της χώρας. Όταν η Ελλάδα έπεσε στα χέρια του Άξονα το 1941, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει την δωσίλογη κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς».  Στις 17 Ιουνίου του 1941, η Κυβέρνηση Τσολάκογλου δημοσίευσε Νομοθετικό Διάταγμα για τη σύγκληση Μείζονος Συνόδου που θα αποφάσιζε για το κύρος της αρχιεπισκοπικής εκλογής του Χρύσανθου και «ουσιαστικά μεθοδευόταν η επαναφορά του Δαμασκηνού στην ηγεσία της Εκκλησίας». Η Σύνοδος θεωρούσε, με απόφασή της ως μη γενόμενη την εκλογή του Χρύσανθου και ανύπαρκτη την αρχιεπισκοπική του θητεία, ενώ χαρακτηριζόταν "επιβάτης" του θρόνου, δηλαδή παράνομα ευρισκόμενος στην ηγεσία της Ελλαδικής Εκκλησίας. Ο Χρύσανθος σε όλη τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής τήρησε την ίδια εχθρική στάση απέναντι σε όλες τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, ακόμα και όταν του δόθηκε από την Κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη η δυνατότητα να επανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, κάτι που απέρριψε. Κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, τάχθηκε υπέρ της «δυναμικής αντιμετώπισης» των κομμουνιστών, όπως άλλωστε και οι διάδοχοί του στην ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
          Αφού πέθανε ο Δαμασκηνός και ένα μήνα πριν πεθάνει και ο ίδιος, ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων Βλάχος, τον αναγνώρισε κατ΄ άκραν εκκλησιαστικήν οικονομίαν, ως τέως Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. 
        Συγγραφικό έργο:  Διευθυντής και αρχισυντάκτη της Εκκλησιαστικής Αλήθειας από το 1911. Κατά την περίοδο 1911-1913 ο Χρύσανθος έγραψε για την Εκκλησιαστική Αλήθεια ποικίλα άρθρα κυρίως εκκλησιαστικής και πολιτικής φύσεως. Στα πολιτικά πράγματα τον χαρακτήριζε η θαρραλέα στάση του εναντίον των Νεότουρκων, με αντιπροσωπευτικό δείγμα το «Στώμεν καλώς» της 10ης Σεπτεμβρίου του 1911, στο οποίο εξυμνούσε την «συντελουμένην τότε συνεννόησιν των εθνοτήτων εναντίον των Νεοτούρκων [και προέβλεπε] την επιτευχθείσα μετά εν έτος συμμαχίαν των Βαλκανικών κρατών εναντίον της Τουρκίας». Το άρθρο αυτό κόστισε την τρίμηνη παύση κυκλοφορίας της του περιοδικού με διαταγή της τουρκικής κυβέρνησης. Όσο για τα εκκλησιαστικά άρθρα του, κύριο θέμα του υπήρξε η εξυγίανση της Ιεραρχίας (την οποία εκλάμβανε ως την αριστοκρατία της Εκκλησίας) διά αυστηρής αξιοκρατικής διαλογής, σύμφωνα με τις αρχές του Pareto τις οποίες ανέπτυξε με σαφήνεια και καθαρότητα στο άρθρο του «Η εν Κίνα επανάστασις και η κυκλοφορία των αριστοκρατιών» της 7ης Ιανουαρίου του 1912.  Από το μεγάλο συγγραφικό έργο του Χρύσανθου συγκρατείται κυρίως η Εκκλησία Τραπεζούντος, η οποία εκδόθηκε αρχικά στους τόμους Δ΄ και Ε΄ (1933-1936) του Αρχείου Πόντου, του περιοδικού της Εταιρίας Ποντιακών Μελετών της οποίας ο Φιλιππίδης υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Για το έργο αυτό που εκτός από εκκλησιαστική ιστορία αποτελεί και εξαντλητική ιστορική αναδρομή για τον Πόντο, απονεμήθηκε στο Χρύσανθο το Μαυρογένειο βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1937. Την ίδια χρονιά ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. 
        Ο από Τραπεζούντος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος πέθανε το 1949 έμεινε όμως στην αιωνιότητα ως παράδειγμα άριστου ανθρώπου, πατριώτη, βαθυστόχαστου επιστήμονα και μεγάλου αρχιερέα.
    
πηγές:  Βικιπαίδεια
               Ιστοσελίδα Συλλόγου Ποντίων Προσοτσάνης
               Θέματα Ελληνικής Ιστορίας
               Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

Οι γυναίκες του Συλλόγου μας, οι πραγματικές ηρωίδες!

Οι γυναίκες του Συλλόγου μας, οι πραγματικές ηρωίδες που με τον κόπο τους και την καλή τους διάθεση στηρίζουν πάντα τις εκδηλώσεις μας. Στα Παρχάρια υπερέβαλαν εαυτόν και έφεραν εις πέρας στο ακέραιο την αποστολή τους, που ήταν να φροντίσουν και να ταΐσουν πάνω απο 1000 ανθρώπους!
Και για του λόγου το αληθές: 









Σας ευχαριστούμε και ευχόμαστε κουράγιο και δύναμη για τις εκδηλώσεις που θα έρθουν!

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Το ντοκιμαντέρ του Κ. Γαβρά στην έναρξη του 8ου Πανελλαδικού Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών

 
Το ντοκιμαντέρ του Κ. Γαβρά στην έναρξη του 8ου Πανελλαδικού Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών στο ΟΑΚΑ στην Αθήνα. Αφηγείται  ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης.

Τα κορίτσια του Συλλόγου στο 8ο Πανελλαδικό Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών στην Αθήνα!

Τα κορίτσια του Συλλόγου στο 8ο Πανελλαδικό Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών στην Αθήνα!
Όλγα Ανδρεάδου, Ντιάνα Φενερίδου, Μαρία & Ναταλία Ανθυμιάδη

8ο Πανελλαδικό Φεστιβαλ ποντιακών χορών ΠΟΕ

8ο Πανελλαδικό Φεστιβαλ ποντιακών χορών ΠΟΕ