Παρχάρια Ροδόπης

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Χρύσανθος Φιλιππίδης

ΗΓΕΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

1. Χρύσανθος Φιλιππίδης: ο συντοπίτης μας που αναδείχτηκε σε πνευματικό και πολιτικό ηγέτη των Ελλήνων του Πόντου.
  
    Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος (κατά κόσμον Χαρίλαος Φιλιππίδης, Γρατινή Ροδόπης, 1881 – Αθήνα, 28 Σεπτεμβρίου 1949) ήταν Έλληνας θεολόγος και ακαδημαϊκός (1940) και μία από τις μεγάλες μορφές της Ορθοδόξου Εκκλησίας των νεοτέρων χρόνων, Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1938) και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1938-1940).
            Γεννήθηκε το 1881 στη Γρατινή της Κομοτηνής (Θράκη) όπου και έλαβε τα πρώτα εγκύκλια γράμματα. Το 1897 εισήχθηκε στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία και αποφοίτησε μετά εξαετία. Το 1903 χειροτονήθηκε διάκονος και τον ίδιο χρόνο ακολούθησε στη Τραπεζούντα τον μητροπολίτη Κωνσταντίνο Καρατζόπουλο όπου και άρχισε εκεί την υπηρεσία του ως ιεροκήρυκας και καθηγητής στο «Φροντιστήριο» (Γυμνάσιο) της πόλης, όπου δίδαξε θρησκευτικά μαθήματα αναπληρώνοντας και τον συνοδικό μητροπολίτη (που είχε μεταβεί στη Κωνσταντινούπολη) ως πρόεδρος των σχολικών επιτροπών. Μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη ο Χρύσανθος διατήρησε τη θέση του και επί του διαδόχου μητροπολίτη του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίνου Στ΄ μέχρι του 1907 οπότε και έφυγε για σπουδές στην Ευρώπη με την οικονομική βοήθεια των προυχόντων της Τραπεζούντας. Μετά από τετραετή φοίτηση σε πανεπιστημιακές σχολές στην Λειψία της Γερμανίας και στην Λωζάνη της Ελβετίας επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη όπου και ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ του ανέθεσε τη διεύθυνση και αρχισυνταξία του επίσημου πατριαρχικού οργάνου «Εκκλησιαστική Αλήθεια». Την ίδια εποχή γνωρίστηκε με τον Ίωνα Δραγούμη και με τον στενό συνεργάτη εκείνου τον Αθανάσιο Σουλιώτη - Νικολαΐδη με τους οποίους και ανέπτυξε μια μεγάλη φιλία μέσω της οποίας και αναδείχθηκε η περί του υψηλού Ιδεαλισμού κλίση του. 
      Την εποχή εκείνη η Οθωμανική Αυτοκρατορία ταράζονταν από δύο αμφίρροπα ρεύματα. Στο εξωτερικό διαγραφόταν μια απειλή κυοφορούμενης «σταυροφορίας» των χριστιανικών Χωρών  κατά της Αυτοκρατορίας και στο εσωτερικό η «κίνηση των εθνικοτήτων» χριστιανών και μουσουλμάνων στην οποία την πνευματική, οικονομική αλλά και αριθμητική υπεροχή των μουσουλμάνων ωθούσε ο νεοτουρκικός σωβινισμός, ενώ πολλοί εκλεκτοί Έλληνες μεταξύ των οποίων και ο Χρύσανθος αλλά βεβαίως και αλλοεθνείς συνδέθηκαν με το συναρπαστικότερο ίσως όραμα μιας βαθμιαίας αναμόρφωσης της φθίνουσας Αυτοκρατορίας σε μια φιλελεύθερη ισονομούμενη κυρίαρχη πολιτεία. Για το όραμα αυτό πολύ λίγα έγιναν γνωστά στον ελληνικό τύπο που όμως το εγνώριζαν πολύ καλύτερα ο Βασιλεύς Γεώργιος Α΄ των Ελλήνων καθώς και ο τότε διάδοχος του Σουλτάνου. 
        Αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου με την Βουλγαρία ο Χρύσανθος βρίσκεται ν΄ αγωνίζεται απεγνωσμένα στην ιδιαίτερη πατρίδα του προκειμένου να καταφέρει να ενώσει Έλληνες και Τούρκους στο αίτημα της αυτονόμησης της Δυτικής Θράκης. Την ίδια όμως εποχή τον Μάρτιο του 1913 ο μητροπολίτης Τραπεζούντας μετατέθηκε στη Κύζικο και οι Τραπεζούντιοι αξίωσαν τον Χρύσανθο ως νέο μητροπολίτη τους. Έτσι το ίδιο έτος 1913, ο Χρύσανθος εξελέγη μητροπολίτης στην Τραπεζούντα του Πόντου.
            Όμως η δεκαετία που ακολούθησε αλλοίωσε σε μεγάλο βαθμό την όλη κατάσταση των πραγμάτων στη Μέση Ανατολή. Οι ιστορικοί εκείνοι πόλεμοι που ομολογουμένως διπλασίασαν την έκταση της Ελλάδας μείωσαν αντίστοιχα τη βαρύτητα του Ελληνισμού στην Ανατολή. Οι νεότουρκοι παροτρυνόμενοι και επικουρούμενοι κυρίως από τους Γερμανούς άρχισαν να παρασκευάζουν τους απάνθρωπους διωγμούς κατά του γηγενή από χιλιετηρίδων ελληνικού στοιχείου. Το 1914 άρχισαν οι ομαδικές εκτοπίσεις από τη Θράκη και από τις άλλοτε Ιωνικές και Αιολικές ακτές της Μικράς Ασίας που άρχισαν όμως γρήγορα να επεκτείνονται και προς την Ανατολή. Ως «μέγας άθλος» καταλογίστηκε τότε για τον Χρύσανθο που με όπλα του τα πνευματικά του χαρίσματα, τη πειθώ του λόγου του και την προσωπική του παρουσία συγκράτησε, στα σύνορα της μητροπολιτικής του επαρχίας, τη πορεία του κύματος των διωγμών αγωνιζόμενος κατά τις παλινδρομικές φάσεις ανακαταλήψεων στο τετραετή πόλεμο Ρώσων και Τούρκων,  σχεδόν χωρίς ελληνικές απώλειες.
Ο Χρύσανθος με προύχοντες της Τραπεζούντας
και Ρώσους αξιωματούχους σε αναμνηστική φωτογραφία.
Τραπεζούντα 1916.
        Τον Απρίλιο του 1916 ανέλαβε τη διοίκηση της Τραπεζούντας από τον τούρκο βαλή Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέη. Από τη θέση αυτή κατάφερε να επεκτείνει αποτελεσματικά τη προστασία του και προς τους Έλληνες των γειτονικών περιοχών Ροδόπολης και Χαλδείας. Μάλιστα κατάφερε να συνενώσει τους Τούρκους με τους Έλληνες αλλά και με τα κατάλοιπα της φρικτής σφαγής των Αρμενίων έναντι των ρωσικών στρατευμάτων που στάθμευαν στη περιοχή, κατά την ρωσική επανάσταση του Μαρτίου του 1917 και που σε πλήρη διάλυση της πειθαρχίας είχαν αρχίσει τις καταστροφές. Ήταν και αυτό μια εκδήλωση του μυστικού οράματος της ιδέας διακυβέρνησης και συμβίωσης των σύνοικων λαών. Η δίχρονη προεδρία του Χρύσανθου υπήρξε ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. Έτσι στη περίοδο της ανακωχής, κατά τη Συνθήκη του Μούδρου, η μορφή του Χρύσανθου δεσπόζει στη περιοχή του Πόντου και αποτελεί την εγκυρότερη και δημοφιλέστερη προσωπικότητα μεταξύ ομογενών και αλλογενών που του αναγνωρίζουν και οι «Μεγάλες Δυνάμεις» της Αντάντ. 
          Έτσι κάτω από αυτές τις συνθήκες αναγνώρισής του, το 1919 ο Χρύσανθος κλήθηκε από τον τότε τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου Δωροθέου (Μητροπολίτη Προύσας) και από τον Αλέξανδρο Παπά να εκπροσωπήσει τον αλύτρωτο Ελληνισμό του Πόντου στο Παρίσι κατά τις εκεί διασκέψεις. Από τις επιστολές, του τότε υπουργού εξωτερικών Ν. Πολίτη, έγγραφα και πρακτικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και από δημοσιεύματα του Τύπου (ελληνικού και ξένου) της εποχής διαφαίνονται οι θετικές απηχήσεις των επιδέξιων χειρισμών του Χρύσανθου  ενώπιον των «Μεγάλων» και οι προσπάθειες του να προωθήσει την ανεξαρτησία του Ποντιακού ζητήματος, καταθέτοντας μάλιστα και ένα Υπόμνημα με ημερομηνία 2 Μαΐου 1919. Στο βαρυσήμαντο αυτό υπόμνημα προσπαθούσε να διεκδικήσει τα δίκαια του Ποντιακού Ελληνισμού, σε μια ρεαλιστική πρόταση Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας.  Τα επιχειρήματα του Χρύσανθου ήταν τόσο ισχυρά ώστε  ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον εξουσιοδότησε να προχωρήσει σε διακρίβωση δυνατοτήτων για απ΄ ευθείας συνεννοήσεις με τους Τούρκους. Ακολούθησαν πολλές και ενθαρρυντικές επαφές, πλην όμως ο Βενιζέλος προτίμησε να μη δώσει συνέχεια.
        Το 1920 ο Χρύσανθος ταξίδεψε στη Γεωργία που μετά την ρωσική επανάσταση είχε ημιαυτονομηθεί προκειμένου να τακτοποιήσει εκκλησιαστικά ζητήματα ορθοδοξίας που είχαν ενσκύψει. Στη πραγματικότητα, ο κύριος σκοπός του Χρύσανθου στο ταξίδι του εκείνο ήταν η χάραξη ορίων μεταξύ του νεοπαγούς κράτους της Γεωργίας και της σχεδιαζομένης αυτονόμησης της ελληνικής πολιτείας του Πόντου. Και πράγματι αυτό συντελέσθηκε με την υπογραφή της διμερούς μυστικής συμφωνίας Χρύσανθου - Χατισιάν (Αρμένιου πρωθυπουργού Γεωργίας), λεγόμενη και Συμφωνία Εριβάν, από το όνομα της πόλης που συνομολογήθηκε. Το 1921 ο Δημήτριος Γούναρης κάλεσε τον Χρύσανθο να μετάσχει της ελληνικής αποστολής στο Λονδίνο. Κατά τον χρόνο της παραμονής του Χρύσανθου στο Λονδίνο στη Τουρκία ειδικό «Δικαστήριο της Ανεξαρτησίας» καταδικάζει ερήμην τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας εις θάνατο. Αυτό είχε ως συνέπεια την εσπευσμένη επιστροφή του Χρύσανθου στην έδρα του και στη συνέχεια προκειμένου ν΄ αποφύγει τη σύλληψή του από τις κεμαλικές δυνάμεις που είχαν ήδη εγκατασταθεί στη μητροπολιτική περιφέρειά του κατέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Μετά όμως και από το άδοξο τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας, το 1922, ο Χρύσανθος κατέφυγε τελικά στην Αθήνα.
      Από το 1922 ο «από Τραπεζούντος» (μητροπολίτης) Χρύσανθος βρίσκεται στην Αθήνα και παραμένει μακριά από τα τεκταινόμενα, ως απλός θεατής των γεγονότων χωρίς να λαμβάνει καμία θέση σ΄ αυτά. Το 1926 διορίζεται από την τότε κυβέρνηση ως "αποκρισάριος" του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα, θέση που θα διατηρήσει μέχρι το 1938.  Παράλληλα ασχολείται με το Ποντιακό στοιχείο που τόσο αγάπησε αλλά και αγαπήθηκε από αυτό. Με δική του ιδέα και πρωτοβουλία ιδρύθηκε το 1927 η Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, η οποία έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στη συγγραφή και διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς του Ποντιακού Ελληνισμού. Πρώτος πρόεδρος της Επιτροπής από την ίδρυσή της μέχρι τήη ημέρα που κοιμήθηκε πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες, τόσο συγγράφοντας ο ίδιος όσο και συγκεντρώνοντας το πολύτιμο υλικό που κατέθεταν οι Πόντιοι της πρώτης γενιάς. Πολύτιμος συνεργάτης του ο Γραμματέας της Επιτροπής, αρχιμανδρίτης Άνθιμος Παπαδόπουλος, ο οποίος τον διαδέχθηκε στην προεδρία μετά την κοίμησή του.
      Μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, (22 Οκτωβρίου 1938) ο «από Τραπεζούντος» Χρύσανθος εκλέχθηκε να διεκδικεί στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος τη θέση του Προκαθημένου της Ελλαδικής Εκκλησίας έχοντας ως αντίπαλο τον Μητροπολίτη Κορινθίας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ιεράρχη με έντονη επίσης κοινωνική δραστηριότητα. Έτσι στις 5 Νοεμβρίου του 1938 εκλέχθηκε μετά από τρίτη ψηφοφορία ο Κορινθίας Δαμασκηνός με οριακή εκλογή λαμβάνοντας 31 ψήφους έναντι των 30 του Χρύσανθου. Με την εκλογή όμως αυτή ο τότε μητροπολίτης Φθιώτιδας Αμβρόσιος εξεγέρθηκε αμφισβητώντας το αποτέλεσμα θεωρώντας το ως άκυρο. Τον Αμβρόσιο ακολούθησε τότε σχεδόν η μισή ιεραρχία της Ελλάδος με συνέπεια τη δημιουργία τεράστιου εκκλησιαστικού ζητήματος. Η Κυβέρνηση τότε (του Ιωάννη Μεταξά) προκειμένου να δώσει τέρμα στην όλη υπόθεση εκδίδει στις 3 Δεκεμβρίου του 1938 αναγκαστικό Νόμο (Α.Ν. 1493/3-12-1938) με τον οποίο στις 12 Δεκεμβρίου του 1938 ακολούθησε νέα εκλογή υπό «Αριστίνδην Σύνοδο» (Σύνοδο, της οποίας τα μέλη έχουν επιλεγεί αυθαίρετα από την Κυβέρνηση) όπου και αναδείχθηκαν τελικά τρεις υποψήφιοι: ο από Τραπεζούντος Χρύσανθος με 11 ψήφους και οι μητροπολίτες Λήμνου και Δράμας από 4 έκαστος. Σύμφωνα λοιπόν με τα οριζόμενα του παλαιού νόμου ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ εξέλεξε τον Χρύσανθο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
           Με την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος ανέπτυξε έντονη εθνική δράση, εμψυχώνοντας τον λαό και τον Στρατό της χώρας. Όταν η Ελλάδα έπεσε στα χέρια του Άξονα το 1941, ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει την δωσίλογη κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνηση προβληθείσα από τον εχθρό, εμείς γνωρίζουμε ότι τις Κυβερνήσεις τις ορίζει ο λαός ή ο Βασιλεύς».  Στις 17 Ιουνίου του 1941, η Κυβέρνηση Τσολάκογλου δημοσίευσε Νομοθετικό Διάταγμα για τη σύγκληση Μείζονος Συνόδου που θα αποφάσιζε για το κύρος της αρχιεπισκοπικής εκλογής του Χρύσανθου και «ουσιαστικά μεθοδευόταν η επαναφορά του Δαμασκηνού στην ηγεσία της Εκκλησίας». Η Σύνοδος θεωρούσε, με απόφασή της ως μη γενόμενη την εκλογή του Χρύσανθου και ανύπαρκτη την αρχιεπισκοπική του θητεία, ενώ χαρακτηριζόταν "επιβάτης" του θρόνου, δηλαδή παράνομα ευρισκόμενος στην ηγεσία της Ελλαδικής Εκκλησίας. Ο Χρύσανθος σε όλη τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής τήρησε την ίδια εχθρική στάση απέναντι σε όλες τις δοσιλογικές κυβερνήσεις, ακόμα και όταν του δόθηκε από την Κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη η δυνατότητα να επανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, κάτι που απέρριψε. Κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, τάχθηκε υπέρ της «δυναμικής αντιμετώπισης» των κομμουνιστών, όπως άλλωστε και οι διάδοχοί του στην ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
          Αφού πέθανε ο Δαμασκηνός και ένα μήνα πριν πεθάνει και ο ίδιος, ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων Βλάχος, τον αναγνώρισε κατ΄ άκραν εκκλησιαστικήν οικονομίαν, ως τέως Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. 
        Συγγραφικό έργο:  Διευθυντής και αρχισυντάκτη της Εκκλησιαστικής Αλήθειας από το 1911. Κατά την περίοδο 1911-1913 ο Χρύσανθος έγραψε για την Εκκλησιαστική Αλήθεια ποικίλα άρθρα κυρίως εκκλησιαστικής και πολιτικής φύσεως. Στα πολιτικά πράγματα τον χαρακτήριζε η θαρραλέα στάση του εναντίον των Νεότουρκων, με αντιπροσωπευτικό δείγμα το «Στώμεν καλώς» της 10ης Σεπτεμβρίου του 1911, στο οποίο εξυμνούσε την «συντελουμένην τότε συνεννόησιν των εθνοτήτων εναντίον των Νεοτούρκων [και προέβλεπε] την επιτευχθείσα μετά εν έτος συμμαχίαν των Βαλκανικών κρατών εναντίον της Τουρκίας». Το άρθρο αυτό κόστισε την τρίμηνη παύση κυκλοφορίας της του περιοδικού με διαταγή της τουρκικής κυβέρνησης. Όσο για τα εκκλησιαστικά άρθρα του, κύριο θέμα του υπήρξε η εξυγίανση της Ιεραρχίας (την οποία εκλάμβανε ως την αριστοκρατία της Εκκλησίας) διά αυστηρής αξιοκρατικής διαλογής, σύμφωνα με τις αρχές του Pareto τις οποίες ανέπτυξε με σαφήνεια και καθαρότητα στο άρθρο του «Η εν Κίνα επανάστασις και η κυκλοφορία των αριστοκρατιών» της 7ης Ιανουαρίου του 1912.  Από το μεγάλο συγγραφικό έργο του Χρύσανθου συγκρατείται κυρίως η Εκκλησία Τραπεζούντος, η οποία εκδόθηκε αρχικά στους τόμους Δ΄ και Ε΄ (1933-1936) του Αρχείου Πόντου, του περιοδικού της Εταιρίας Ποντιακών Μελετών της οποίας ο Φιλιππίδης υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Για το έργο αυτό που εκτός από εκκλησιαστική ιστορία αποτελεί και εξαντλητική ιστορική αναδρομή για τον Πόντο, απονεμήθηκε στο Χρύσανθο το Μαυρογένειο βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1937. Την ίδια χρονιά ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. 
        Ο από Τραπεζούντος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος πέθανε το 1949 έμεινε όμως στην αιωνιότητα ως παράδειγμα άριστου ανθρώπου, πατριώτη, βαθυστόχαστου επιστήμονα και μεγάλου αρχιερέα.
    
πηγές:  Βικιπαίδεια
               Ιστοσελίδα Συλλόγου Ποντίων Προσοτσάνης
               Θέματα Ελληνικής Ιστορίας
               Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου